χαίνουσα

χαίνουσα
χάσκω
yawn
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… …   Dictionary of Greek

  • ψωραλέα — (psoralea). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της τάξης των χεδροπών. Περιλαμβάνει γύρω στα 120 είδη των εύκρατων και τροπικών περιοχών του βορείου κυρίως ημισφαιρίου. Πρόκειται για πόες, θάμνους ή φρύγανα… …   Dictionary of Greek

  • Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”